κολάζεις

κολάζεις
κολάζω
check
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγγιγνώσκω — ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, η, ον από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός αρχ. 1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον 2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον 3. μυούμαι στη γνώση… …   Dictionary of Greek

  • κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”